- επικατακλύζω
- ἐπικατακλύζω (Α)κατακλύζω επί πλέον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικατακλύσαι — ἐπικατακλύζω overflow besides aor inf act ἐπικατακλύσαῑ , ἐπικατακλύζω overflow besides aor opt act 3rd sg ἐπικατακλύζω overflow besides aor inf act ἐπικατακλύσαῑ , ἐπικατακλύζω overflow besides aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλύζω — (AM κλύζω) 1. καλύπτω με νερά, πλημμυρίζω («ἔνθ ἐμὲ μὲν μέγα κῡμα... κλύσσει», Υμν. Απόλλ.) 2. ξεπλένω με άφθονο νερό ή άλλο υγρό, καθαρίζω (α. «θάλασσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά», Ευρ. β. «κλύζουσι φαρμάκῳ χολήν», Σοφ.) 3. χύνω υγρό με κλυστήρα … Dictionary of Greek